- ξενεών
- ξενεώνguest-chambermasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενεών — ξενεών, ῶνος, ὁ (Α) βλ. ξενώνας … Dictionary of Greek
ξενεῶνι — ξενεών guest chamber masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενεῶνος — ξενεών guest chamber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενεῶσι — ξενεών guest chamber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek